- υβούμαι
- -όομαι, Α [ὑβός]γίνομαι υβός, καμπουριάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ύβωμα — το / ὕβωμα, ώματος, ΝΑ κύρτωμα ράχης, ύβος, καμπούρα νεοελλ. 1. (γεωγρ·) τοποθεσία με ενδιάμεσο υψόμετρο, η οποία περιβάλλεται από περιοχές αντίθετου αναγλύφου, λ.χ. όρη ή λόφοι από τη μία πλευρά και πεδιάδες από την άλλη, τοποθεσία που αποτελεί… … Dictionary of Greek
ύβωση — η / ὕβωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑβοῡμαι] κύρτωση, καμπούριασμα … Dictionary of Greek